νεκροσυλία — νεκροσῡλίᾱ , νεκροσυλία robbery of the dead fem nom/voc/acc dual νεκροσῡλίᾱ , νεκροσυλία robbery of the dead fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκροσυλία — η η αφαίρεση αντικειμένων από τον τάφο, τυμβωρυχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκροσυλίας — νεκροσῡλίᾱς , νεκροσυλία robbery of the dead fem acc pl νεκροσῡλίᾱς , νεκροσυλία robbery of the dead fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek
νεκρόσυλος — η, ο αυτός που κάνει νεκροσυλία, που κλέβει αντικείμενα τού νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + συλος (< συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. ιερό συλος] … Dictionary of Greek
σύληση — η / σύλησις, ήσεως, ΝΑ [συλῶ] διαρπαγή αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, λαφυραγωγία νεοελλ. 1. κλοπή ιερών πραγμάτων, ιδίως εκκλησιαστικών σκευών 2. φρ. «σύληση νεκροῡ» (νομ.) παραβίαση τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, αφαίρεση… … Dictionary of Greek
νεκροσυλίαν — νεκροσῡλίᾱν , νεκροσυλία robbery of the dead fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)